publicly-owned electric utilities - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

publicly-owned electric utilities - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Publicly-owned; Publically owned; Publicly owned (disambiguation); Publically-owned

publicly-owned electric utilities      
энергопредприятия общего пользования
publicly owned         
принадлежащий государству или местным органам власти (муниципалитету, властям штата)
public-service corporation         
ORGANIZATION THAT MAINTAINS THE INFRASTRUCTURE FOR A PUBLIC SERVICE
Utilities; Utility companies; Public Utilities; Public utilities; Public Utility; Natural gas utility; Utility company; Private utility; Publicly owned utility; Publicly-owned utility; Privately-owned utility; Privately owned utility; Public electric utility; Public-service corporation; State-owned utility; Utility industry; Public utility company; Utility services; Gas utilities

[pʌblik'sə:viskɔ:pə'reiʃ(ə)n]

американизм

корпорация общественного обслуживания

Ορισμός

Дженерал электрик

Βικιπαίδεια

Publicly owned

Publicly owned can refer to:

  • Public utility, a publicly-owned utility that provides infrastructure and sometimes services
  • Public company, a company which is permitted to offer its securities for sale to the general public
  • State ownership, also known as public ownership, of government-owned corporations
Μετάφραση του &#39publicly-owned electric utilities&#39 σε Ρωσικά